Ήμουνα καλεσμένη σε ένα επίσημο τραπέζι και πήγα. Κοίταξα γύρω μου και είδα ότι κάθονταν στο τραπέζι η αδελφή μου με τον γαμπρό μου και στην άκρη ήρθε και κάθισε ο αδελφός μου με τη νύφη μου.
Σηκώθηκα και πήγα δίπλα του.
«Μα εγώ ήρθα στο χωριό σου και στο σπίτι σου για να είμαι πιο κοντά κι ήσουν καλεσμένος και εσύ και δεν μου το είπες; Μ’ άφησες να φύγω μόνη μου απ’ το σπίτι σου με ταξί;»
Εκείνος μου γύρισε την πλάτη του, σαν να μη μου μιλούσε.
Εγώ τον τραβούσα να με κοιτάξει και φώναζα:
«Γιατί δεν μ’ αγαπάς πια; Τι άλλαξε; Τι σου έκανα;»
Κι έκλαιγα, έκλαιγα και φώναζα για ώρες.
Μέχρι κάποια στιγμή έσπασαν οι φωνητικές μου χορδές και έβγαζα κραυγές βουβές, που έλεγαν:
«Εγώ εσένα αγάπησα πιο πολύ απ’ όλα μου τ’ αδέλφια. Αν δεν μ’ αγαπάς εσύ πια, εγώ δεν αγαπώ κανέναν!»
Κι έφυγα.
Έτρεχα βγάζοντας ήχους λύκου.
Κι ανέβαινα σκάλες, κι ανέβαινα, μέχρι που κάποιος καθηγητής μου με είδε και με φώναξε σε μια σοφίτα.
«Έλα μέσα να μιλήσουμε να ηρεμήσεις», μου είπε.
Πήγα. Άναψα ένα τσιγάρο, ήθελα να μιλήσω, μα φωνή δεν έβγαινε. Έκλαιγα, μα δάκρυ δεν υπήρχε άλλο, μόνο πονούσε πολύ ο λαιμός μου.
Χτύπησε το τηλέφωνο και ξύπνησα. Προσπαθούσα να μιλήσω, μα φωνή δεν έβγαινε. Είχε κλείσει τελείως ο λαιμός μου. Έβγαζα ήχους και στην πραγματικότητα.
Ήταν ο Απτούλ και μόλις έπιασε σήμα στο Κάβο Ντόρο, μου τηλεφώνησε. Ταξιδεύει για Αλγερία τώρα.
«Καλά ταξίδια Απτούλ! Να προσέχεις!»
«Εγώ τι να προσέχω; Εσύ να προσέχεις και να ντύνεσαι καλά!» μου είπε.
«Θα προσέχω Απτούλ!»
Είχα ξαναβρεί τη βραχνή φωνή μου.
Ο Ουντέζε με κοίταζε στα μάτια, για βόλτα.
Τον κοίταζα κι εγώ, ενώ το χέρι μου σχημάτιζε τον αριθμό του τηλεφώνου του αδελφού μου. Το σήκωσε η νύφη μου.
«Πες μου, ο Αγγελής είναι καλά;»
«Μια χαρά είναι! Τι έπαθες;»
«Και μ’ αγαπάει;»
«Εσύ τι λες;»
«Δως τον να μου το πει!»
«Έχει βγει βόλτα στο καφενείο. Τι έπαθες; Όνειρο είδες;»
«Ναι, ένα πολύ κακό όνειρο…»
Έκλεισα τ’ ακουστικό, κοίταξα τον Ουντέζε και του είπα:
«Τώρα, φύγαμε!»
Χοροπήδαγε σαν τρελός.
Ντύθηκα σαν το κρεμμύδι, πήρα και την μηχανή μαζί μου.
Ήθελα να φωτογραφίσω τη φωλιά…
Μετά από ώρες
«Έλα! Μ’ έψαχνες;»
«Ναι! Πες μου πως μ’ αγαπάς!»
«Βρε το μ’κρό! Σ’ αγαπάου! Πώς δε σ’ αγαπάου;»
«Πότε θα ‘ρθεις;»
«Δεν ξέρου αδιλφούλα. Τώρα έχω τα πιδιά τσ' νύφες κι τσ’ γαμπροί. Αργότερα. Θα δούμε!»
…….
«Να μ’ αγαπάς ως τότε!»
*
Οι αμυγδαλιές κοιμούνται, ευτυχώς, μα στηρίζουν καλά την φωλιά των πουλιών, μέχρι να ξανά ‘ρθουν. Τότε και θα ξαν’ ανθίσουν.
(Οι δικές μου αμυγδαλές μάλλον, χρειάζονται αντιβίωση. Ποιος πάει στον γιατρό όμως για ψύλλου πήδημα;)
Όλη μέρα σκέφτομαι τις φωλιές των πουλιών, των οικογενειών…
Τα παιδιά μεγαλώνουν, τ’ αδέλφια κάνουν δικές τους φωλιές, δικά τους παιδιά, απομακρύνονται λόγω ζωής και συνθηκών, κάποια αποξενώνονται και χάνονται, σαν να είναι ξένοι, σαν να μη κυλάει στις φλέβες τους το ίδιο αίμα.
Είθε τ’ αδέλφια όλου του κόσμου να παραμένουν ενωμένα, ψυχικά τουλάχιστον, αν η χιλιομετρική απόσταση είναι η αφορμή που τα χωρίζει!