Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Λίζα...

Νεκρική σιγή στη γειτονιά, από νωρίς.
Ένα αγόρι λείπει.
Πόσοι το ξέρουν;
Κι αυτοί που έμαθαν, που είναι;


Σκοτάδια.
Ένα αγόρι κάθεται έξω απ’ το σπίτι.
Για κάθισμα έχει το αγαπημένο του μηχανάκι.
Κοιτάζει στα κάγκελα.
Κοιτάζει μια φωτογραφία και δυο λόγια.
Δεν κλαίει.
Μόνο κοιτάζει.
Ώρες εκεί.
Μόνος του.


Τα σκυλιά έπαψαν να ουρλιάζουν.
Κουράστηκαν.
Σιώπησαν κι αυτά.


Όλοι σιώπησαν απόψε.


ΣΣΣΣΤ!
Ο κόσμος κοιμάται.
Κι ο Θανάσης «κοιμάται».
Γύρω του κρύο…
Αύριο θα ζεσταθεί, όσο δε ζεστάθηκε 26 ολόκληρα χρόνια…


Ξημέρωσε μια άλλη μέρα.
Το μηχανάκι μόνο του.
Είναι στηριγμένο γερά για το πρωί.
Θα το χρειαστεί το άλλο αγόρι.
Το αγόρι που δεν κλαίει, γιατί είναι άντρας πια.
Λύγισε όταν τον αγκάλιασε μια ξένη γυναίκα κι έσφιξε τα μάτια και τις γροθιές.
Όχι, δεν έπρεπε να κλάψει και δεν έκλαψε.
Έκλαψε εκείνη.
Έφτανε.


Το χαρτί συνεχίζει να είναι εκεί.
Δε λέει να φυσήξει απόψε.


Ακίνητα και παγωμένα όλα.


Σκοτάδια παντού.
Ησυχία.
Κάποιος κοιμάται και ήταν κουρασμένος πολύ.


Ώρα 2:ο8
Ένα σκυλί σπάει την σιωπή.
Λίζα, μη σπάζεις τη σιωπή.


Λάθος μου.
Λίζα, είναι δικιά σου η νύχτα απόψε.
Πες εσύ όσα δεν είπαν οι άνθρωποι απόψε.