Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Της Little Lady


Η νύχτα που χάθηκε ο Κωστάκης

Ήταν Άνοιξη του ’73.
Η καλή μου γιαγιά Ευλαμπία πραγματοποιούσε και πάλι το γνωστό της ταξίδι για την Γερμανία στα παιδιά της. Μαζί με τις βαλίτσες έφερνε μαζί της και τα τρία της εγγόνια: εμένα, την αδελφή μου τη Βέτα και την ξαδέλφη μας τη Μαίρη για να μας δουν οι γονείς μας και να μας χαρούν. Στην επιστροφή θα έπαιρνε μαζί με μας και τον μικρό Κωστάκη ο οποίος ήταν τότε 9 μηνών.
Ο Κωστάκης ήταν ο κανακάρης μας ο λατρεμένος αδελφός της Μαίρης, και του είχαμε ιδιαίτερη αδυναμία.
Αφού παραμείναμε δύο ολόκληρους μήνες στη Γερμανία μας ξεπροβόδισαν και τους 4 αυτήν την φορά μαζί με τις αποσκευές και την γλυκιά μας γιαγιά από το αεροδρόμιο της Στουτγκάρδης με προορισμό την Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσ/κη μας περίμενε ο καλός ταξιτζής της Αμφίπολης ο λατρεμένος μας, Θεός σχωρέστον, κύριος Θεόδωρος.Φτάσαμε το απόγευμα στο χωριό, όπου κατέφθασαν όλοι να καλωσορίσουν την γιαγιά και να καμαρώσουν εμάς και ειδικά τον Κωστάκη. Θυμάμαι τον είχαμε βάλει στον καναπέ του σαλονιού και τον κανακεύαμε. Τα ολόμαυρα ματάκια του άστραφταν και γελούσε συνεχώς. Όταν αναχώρησε και ο τελευταίος επισκέπτης η γιαγιά τον ετοίμασε και πήγε να τον κοιμίσει. Το μωρό όμως, δεν έλεγε να ηρεμήσει. Ανέβασε πυρετό και πλάνταξε στο κλάμα. Ο παππούς έτρεξε και φώναξε τον κυρ-Θόδωρο ο οποίος έσπευσε αμέσως, έμπασε την γιαγιά στο ταξί και έφυγαν μέσα στη νύχτα για το νοσοκομείο της Δράμας. Μείναμε να κοιτάμε εμείς οι 3 μαζί με τον παππού αποσβολωμένες και να αναρωτιόμαστε που τον πάει η γιαγιά τον Κωστάκη μας.
Η καημένη η γιαγιάκα μου, μόλις που πρόλαβε να μπει το ταξί στην πόλη έβγαλε μια κραυγή καθώς ξεψύχησε το μωρό στην αγκαλιά της. Με όση δύναμη της απέμεινε πήγε σ’ ένα γραφείο τελετών της πόλης, αγόρασε ένα πρόχειρο φέρετρο και με τον γλυκό μας Κωστάκη νεκρό στην αγκαλιά της γύρισε στο χωριό.
Όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε κανείς. Όλοι περίμεναν την γιαγιά.
Ράγισαν και οι πέτρες από το μοιρολόι της και τα δάκρυά της δεν είχαν σταματημό. Κλαίγαμε και εμείς μαζί της. Την άλλη ημέρα κατέφθασαν και η κόρη και ο γαμπρός της από την Γερμανία στην κηδεία του γιου τους, του μονάκριβού μας Κωστάκη. Τον θάψαμε στην Αμφίπολη και όποτε πήγαινα τα καλοκαίρια στην Ελλάδα με άδεια, πήγαινα στον τάφο του λίγα λουλούδια, άναβα το καντηλάκι του και του μιλούσα.
Ο γαμπρός δεν μίλησε στην γιαγιά μου την καλή για 10 ολόκληρα χρόνια. Λες και έφταιγε αυτή η γυναίκα, αυτή που μας μεγάλωσε, που πόνεσε και έκλαψε μαζί μας που μας είχε σαν μπουμπούκια η γλυκιά μου, η αφανής ηρωίδα μου. Αλλά δυστυχώς οι άνθρωποι πολλές φορές πάνω στον πόνο τους γίνονται άδικοι και σκληροί.
Έπειτα από εκείνη τη νύχτα η γιαγιά έπαθε έναν ισχυρότατο νευρικό κλονισμό, νοσηλεύτηκε για μήνες στην κλινική και ζούσε με ηρεμιστικά. Τον επόμενο χρόνο κατέφθασαν και οι γονείς μας και μας έφεραν κοντά τους στη Γερμανία. Η γιαγιά και ο παππούς όμως ήταν πάντα κοντά μας, διότι κάθε χρόνο ερχόταν σε μας για 8 ολόκληρους μήνες.
Τα χρόνια κύλησαν μεγαλώσαμε, παντρευτήκαμε, κάναμε δικά μας παιδιά, εγώ η Βέτα και η Μαίρη. Είμαι τώρα 40 χρονών, αλλά πάντα όταν είμαι μόνη μου αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια, φέρνω μπροστά μου τον Κωστάκη μου, φέρνω μπροστά μου το κεφαλάκι του, τα ματάκια του, το όμορφο γλυκό προσωπάκι του, το γέλιο, εκείνο το τόσο γεμάτο τρανταχτό γέλιο, που χάθηκε δυστυχώς, μέσα σε μια νύχτα και πάγωσε το δικό μας χαμόγελο στα χείλη.
Little Lady