Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

Μίνι αποσπάσματα...

Το ταξίδι που λέγαμε…

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

ΚΑΛΕΝΤΗΣ

Πετάξαμε τη ζωή μας, τη ρημάξαμε, την ξεπαστρέψαμε, για ένα τίποτα.
Γιατί δεν μας άρεσε το «τοπίο» που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.
Κι ύστερα… Θελήσαμε να τη χτίσουμε από την αρχή. Να φτιάξουμε ένα δικό μας τοπίο. Ένα καινούργιο κτίριο.
Με τι όμως; Αφού η ψυχή μας δεν διέθετε υλικά.
Δεν ήξερε να κατασκευάσει το χαρμάνι.
Γίναμε εργολάβοι, δίχως να ‘χουμε ιδέα από οικοδομές.
Εμείς μόνο σχέδια ξέραμε να κάνουμε.
Και όνειρα για ταξίδια.
Είμαστε σπεσιαλίστες στη διακόσμηση. Μόνο που μας έλειπε πάντα το οίκημα.
Δεν βαριέσαι… Τουλάχιστον, καταφέραμε να διασώσουμε ένα πράγμα.
Βαθιά, στο μέσα τσεπάκι της ψυχής μας, κρύψαμε τα ναύλα του ονείρου.
Λίγο το ‘χεις;
Σελ.7


Της άρεσε να γράφει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της. Ένιωθε αφόρητη την ανάγκη ν’ ακουμπήσει κάπου την ψυχή της. Νόμιζε πως έτσι την έκρυβε, την προφύλαγε από τα κορμιά, απ’ τα’ αυτιά, από τα μάτια –κυρίως από τα μάτια- των ανθρώπων γύρω της.
Σελ.9


Άφησα να γράψει όποιος ήθελε πάνω στην ψυχή μου. Και τώρα κάθομαι ‘δω και προσπαθώ να συλλαβίσω τα σημειώματα. Σιγά μη βγάλω άκρη…
Σελ.11


«Τίποτα δεν είναι δικό μας σ’ αυτό τον κόσμο», έλεγε. «‘Ο,τι μας χάρισε ο θεός είναι απλά για να το διαχειριστούμε. Να το μοιραστούμε. Όποιος κρύβει κάτω απ’ το στρώμα του τα δώρα του Θεού, είναι ανάξιος και ποταπός. Μια μέρα θα τα χάσει».
Σελ.13


«Μια ψυχή αμοίραστη», ρήσις κι αυτή του Ιωάννη, «βρωμάει. Είναι σαν ένα πρόσφορο μουχλιασμένο. Ούτε τα σκυλιά δεν το τρώνε».
Σελ.14


Δεν ζήλευαν. Υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή στη ζήλεια. Ζηλεύει κάποιος αυτόν που έχει την εντύπωση ότι θα μπορούσε να τον φτάσει. Όταν κάτι είναι πολύ μακριά από τα δικά του μέτρα, δεν το ζηλεύει. Το χαζεύει. Φτιάχνεται. Κλαπ κλαπ κλαπ και πρ πρρρ.
(Κυρίως πρρρ).
Σελ.20


Θα ξεκινήσω τα γεγονότα από την αρχή.
Έτσι, για να τα χαρίσω στους ανέμους.
Έτσι, για να τα γητέψω, να μην έρχονται τις νύχτες σαν τα κοράκια και φωλιάζουν στα όνειρά μου.
Σελ.28


-Να ζήσεις μωρό μου. Να ζήσεις και να είναι ο δρόμος σου στρωμένος τριαντάφυλλα.
(Τι τα ‘θελε τα τριαντάφυλλα; Δεν σκέφτηκε τ’ αγκάθια τους;)
Σελ. 43


Όταν τα κάνω θάλασσα, δεν θέλω να μου χώνουν το κεφάλι μέσα να πνιγώ.
Ούτε να με πιάνουν από το λαιμό για να με σώσουν.
Να μου δείχνουν μόνο, πέρα… στην άκρη του ορίζοντα, τα θαλασσοπούλια.
Σελ.48


-Δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι, μου ‘λεγε η Απολλωνία. Ο φόβος! Ο φόβος είν’ αυτός που κάνει τις ψυχές να κλείνουν σαν στρείδια και να χώνονται στα βράχια.
-Ο φόβος του θανάτου, εννοείς;
-Ο φόβος του βλέμματος των άλλων. Ο φόβος από τον ήχο των βημάτων σου, όταν περπατάς σε μια ερημιά. Φτάνει ένα ζεστό χάδι, για ν’ ανοίξουν αυτά τα στρείδια. Μα ποιος το κάνει; Σου λέει, κλειστό είναι. Νεκρό. Πέτα το.
Σελ.100


Άλλες φορές πάλι, καθισμένες στην άκρη της θάλασσας, παρέα με τα γλαροπούλια , η Απολλωνία άφηνε τη σκέψη της να ταξιδεύει μαζί με το σιγανό τραγούδι των κυμάτων.
-Ξέρεις ποιο είναι το ζητούμενο; Να ξεβραχώσεις την ψυχή σου.
-Μόνος σου;
-Μόνος σου, Αργυρένια μου. Γιατί οι άλλοι κρατούν σουγιάδες!
Σελ.100


Έβαζα στόχους μια ζωή, αλλά η άγκυρα ήταν βαριά και σκουριασμένη. Δεν μπορούσα μόνη μου να τη σηκώσω. Κι οι ναύτες μου, όταν υπήρχαν, ήταν άσχετοι και μπαγαπόντες. Στην απελπισία μου, πολλές φορές, προσπαθούσα να φτάσω το στόχο μου κολυμπώντας. Κι όταν έφτανα, ήμουν τόσο κουρασμένη, τόσο πληγιασμένη, που ο στόχος δεν είχε τίποτα να μου πει. Ήταν σχεδόν ξένος…
Σελ.111


Ναι. Δεν ήμουν αητός. Σ’ αυτό είχε δίκιο. Ένα μικρό πουλάκι ήμουν, που όταν διψούσα, πήγαινα να πιω νερό από … τους καταρράχτες.
Σελ.114


Χα! Και η Ντοντώ όταν ήθελε ν’ αποκεφαλίσει καμιά κότα, με το καλό την έπιανε. Ψευδαίσθηση της δημιουργούσε.
Σελ.115


-Φίλη; Ξέρεις τι είναι οι φίλοι; Τυχαίες συμπλεύσεις. Συνεπιβάτες λεωφορείου. Καθένας έχει το δικό του σκοπό. Το δικό του προορισμό. Και για να περνά η ώρα, πιάνουμε και λίγη κουβεντούλα. Κερνάμε και μπισκοτάκι. Κι αν είναι μεγάλο το ταξίδι, βγάζουμε και κανένα κεφτέ. Φιλίες… Εμένα θα πεις;
Σελ.138


Όποια και να ήταν, δεν είχα άλλον άνθρωπο στον κόσμο. Αυτή μ’ έστειλε σχολείο. Τα παραπέρα είναι ανθρώπινα. Και κατανοητά. Πώς να ζήσεις, αν δεν τρως λίγο από τη σάρκα του διπλανού σου;
-Ακόμα κι αν ο διπλανός σου είναι παιδί;
-Τι πάει να πει παιδί… Ορισμένοι δεν είχαν ποτέ την πολυτέλεια να είναι παιδιά!
Σελ.156


-Πού θα καταλήξει άραγε…
-Μόνον ο Κύριος το γνωρίζει. Και δεν μπορώ και ν’ ανάψω το τσιγαράκι μου, γαμώ το, να φουμάρω τη φάση.
Σελ.180


Ένιωθα πως έπρεπε να είμαι ευτυχισμένη.
Ο Μίμης ήταν δικός μου.
Τ’ όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα!
Κι όμως… Δεν μπορούσα να φορέσω κατάσαρκα αυτή την ευτυχία. Μ’ έσφιγγε. Μ’ αγγύλωνε.
Τ’ όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα!
Ένα μεγάλο κίτρινο τριαντάφυλλο στην αγκαλιά μου, φορτωμένο βροχή.
Σαν να ‘κλαιγε!...


Αναρωτιέμαι πάντα γιατί λακίζουν τα όνειρα μόλις φτάσουν στην πύλη της πραγματικότητας.
Γιατί δεν μας περιμένουν εκεί, να μας υποδεχτούν…
Κι αν κάποιο τύχει και ξεμείνει, γιατί γέρνει μαραμένο και δακρύζει…
Σελ.205


-Ξέρεις την παροιμία που λέει «ο συγγενής μπορεί να πει, μα ν’ ακούσει δεν μπορεί»;
Σελ.212


Η ελπίδα δεν είναι μόνο που πεθαίνει τελευταία, όπως λένε. Ξέρει να στήνει και τις πιο πλανερές παγίδες. Αλλ’ αυτό το μαθαίνεις όταν πια δεν σου χρειάζεται.
Σελ.222


-Η κυρία Αρσινόη λέει… Κοίτα να δεις… Πώς το λέει ακριβώς… Α! Πως ο άνθρωπος πρέπει να δίνει από το περίσσευμά του. Τότε γίνεται σεβαστός. Δίκιο έχει. Κι ο Χριστός, ρε συ, να δίνεις τον ένα χιτώνα είπε. Δεν είπε να ξεβρακωθείς!
Σελ.229


-Αχ, βρε Γιώτα μου… Πού το βρίσκεις το κέφι;
-Του κάνω «ψιτ» κι έρχεται…
Σελ.239


-Η κυρία Αρσινόη λέει πως ο ξεπεσμός έχει μόνο αρχή.
Σελ.243


Λες κι είχαν έρθει όλες οι ομορφιές του κόσμου να μου κάμουνε μια βίζιτα. Κι αφού κεράστηκαν από την ψυχή μου, αφού άδειασαν όλα τα βάζα με τα γλυκά, αφού ήπιαν όλο το δροσερό νερό, μου ‘λεγαν μία μία καληνύχτα κι έφευγαν…
Σελ.263


«Στους ανθρώπους, δίνουν και μια δεύτερη ευκαιρία . Άντε και μια τρίτη σου λέω εγώ, χαριστική. Από κει και πέρα, μανάρι μου, είναι πρέζα!»
Σελ.334


-Θα παραγγείλω κι άλλο ουίσκι.
-Όχι! Δεν σου επιτρέπω. Οφείλεις ν’ αντιμετωπίσεις το πρόβλημά σου με καθαρό μυαλό…
-Όταν είναι τόσο μεγάλο το πρόβλημα, δεν λύνεται με καθαρό μυαλό. Τουλάχιστον, εγώ δεν μπορώ να το λύσω. Πρέπει να βγάλω από μέσα μου τον κακό μου εαυτό. Τον αλήτη. Τον τσογλαναρά. Τον μπαταξή. Ν’ ανασύρω το γονίδιο του λιμανιού. Με τ’ χνάρια του Ιωάννη, δεν γίνεται δουλειά.
Σελ.371


-Εσύ παραπατάς…
-Το σώμα παραπατάει. Η ψυχή και το μυαλό μου προχωρούν με βήμα στρατιωτικό. Τραγουδούν και εμβατήρια νίκης.
-Αργυρένια, είσαι τύφλα!
-Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα.
Σελ.371-372


«Όταν δεν νιώθεις το άρωμα της βροχής, κινδυνεύει η ψυχή σου», μου είχε πει κάποτε η Απολλωνία.
ΣΕλ.373


-Το αύριο θα είναι μόνο δικό μου. Δεν θα ‘χεις μερίδιο…
Σελ.373


Την άλλη μέρα πήρε ένα κουτί, το ‘ντυσε με άσπρη κόλλα κι έγραψε πάνω του μ’ ένα χρυσαφί μαρκαδόρο:
«Για το ταξίδι που λέγαμε!»
Στάθηκα και την κοίταξα χαμογελώντας.
-Πολύ φοβάμαι πως θα είναι όπως το ταξίδι της Ντοντώς…
-Ακόμα κι έτσι, τι μας νοιάζει; Φτάνει που το ονειρευόμαστε. Φτάνει που, ενώ τρύπησε το τσεπάκι της ψυχής μας, δεν χάσαμε ποτέ τα ναύλα του ονείρου!
Σελ.394

Στην παλιά Βιβλιοπαρουσίαση
http://kyklaminovounou8.blogspot.com

θα βρείτε και:


Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή:
http://kyklaminovounou.blogspot.com/2007/08/blog-post_4218.html


Το χρώμα του φεγγαριού:
http://kyklaminovounou8.blogspot.com/2007/06/blog-post_3328.html


Η μπόρα:
http://kyklaminovounou8.blogspot.com/2007/03/blog-post_30.html


Οι κάργιες:
http://kyklaminovounou8.blogspot.com/2007/03/blog-post_1157.html