Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΙ


ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΙ


ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

Τα περασμένα είναι τα μόνα που έχουμε.
Σελ.19

Η δεύτερη λεπτομέρεια ήταν ο τόπος γέννησής του. Η συνοικία Εξώτειχα για την ακρίβεια. Τι σήμαινε αυτό; Ότι η οικογένεια ήταν φτωχή, βέβαια. Μα ταυτόχρονα ήταν κι ένα είδος στίγματος. Γεννημένος εκτός των τειχών πάλευε όλη του τη ζωή να μπει μέσα. Το ίδιο έγινε και με μένα. Έφαγα τη ζωή μου να περάσω εντός των τειχών μιας άλλης κοινωνίας.
Σελ.31

Δεν αποκλείεται να κληρονομούμε από τους γονείς μας, εκτός από τις φυσικές ιδιότητες, τους βασικούς κοινωνικούς μηχανισμούς, όπως παραδείγματος χα΄ρη τη γέννηση εντός ή εκτός των τειχών.
Σελ.31

Η άγνωστη κυρία ίσως να είχε λάθος, πάντως έβαζε ένα πολύ σοβαρό ερώτημα. Είναι δυνατόν να είναι κανείς συγγραφέας χωρίς να προδώσει κάποιον ή κάτι;
Ήμουν έτοιμος να προδώσω τη μάνα μου.
Σελ.37

Έτσι κατόρθωσα να μαζέψω δέκα λίρες τουρκικές και να διορθώσουμε τη στέγη του σπιτιού μας που έμπαζε νερό.
Οι γονείς μου δάκρυσαν απ’ τη χαρά τους.

Μου ήρθαν και μένα δάκρυα στα μάτια στα δέκα χιλιάδες μέτρα ύψος. Γιατί η χαρά των Ελλήνων είναι πάντα ανάμεικτη με δάκρυα;
Η μητέρα μου δακρύζει όταν αποχωριζόμαστε. Δακρύζει όταν δει τη φωτογραφία μου στην εφημερίδα και όταν λέει μια αστεία ιστορία. Η ευγνωμοσύνη για τη χαρά που της δίνεται είναι μεγαλύτερη από την ίδια τη χαρά. Τα δάκρυα της χαράς βγαίνουν από την πηγή της σεμνότητας. «Ποιος είμαι εγώ για να είμαι τόσο ευτυχής;» Αυτή την ερώτηση εκφράζουν τα δάκρυα, κι όλοι έχουμε λόγο να τη θέτουμε.
Σελ.48


Όμως στεκόταν εκεί που στεκόταν. Στέκεις μπροστά στις μασέλες του κροκόδειλου, σίγουρα θα σε φάει. Ταυτόχρονα δημιουργούσε ένα πρόβλημα. Ποια θα χαιρετούσα πρώτα;
Η πολυπόθητη συνάντηση με τη μητέρα μου είχε γίνει ξαφνικά ένα πρόβλημα πρωτοκόλλου.
Αποφάσισα να αρχίσω με τη Μαρία και τα παιδιά της, ύστερα προσπάθησα να αγκαλιάσω τη μητέρα μου, αν και στην πραγματικότητα με αγκάλιασε εκείνη. Πάντα η αγκαλιά της ήταν μεγαλύτερη από τη δική μου, που σημαίνει ότι εκείνη με χωρούσε ενώ εγώ δεν την χωρούσα, και δεν ήταν θέμα σωματικού μεγέθους.
Σελ.61


Ο καημένος ο πατέρας μου! Είχε μεγάλη καρδιά. Αλλιώς, θα ήμασταν πλούσιοι σήμερα, συνεχίζει η μαμά και μετανιώνει αμέσως. Πλούσιοι ήμασταν. Πλουσιότατοι. Και πιο πλούσια εγώ. Τρεις γιους, πέντε εγγόνια, τέσσερα δισέγγονα. Σε λίγο μπορεί να ‘χω κι άλλα από το κορίτσι μας.
Σελ.66


Στη Σουηδία η οικογένεια δεν παίζει τον ίδιο ρόλο. Τα παιδιά ανατρέφονται για να γίνουν ανεξάρτητα. Όσο πιο νωρίς, τόσο το καλύτερο.
Σελ. 67


Οι Έλληνες γίνονται γιοι της μάνας τους κι οι Σουηδοί γιοι της κοινωνίας τους.
Σελ.67


«Παντού σ’ αυτόν τον κόσμο είσαι επισκέπτης εκτός από το σπίτι της μητέρας σου» έλεγε η γιαγιά μου και το λέει κι η μάνα μου.
Δίκιο έχουν. Σ’ αυτό το μισοσκότεινο δωματιάκι, όπου έρχομαι μία ή το πολύ δύο φορές το χρόνο, είμαι σπίτι μου. Όχι ότι ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, αλλά ξαναβρίσκω το σπίτι μου.
Σελ.69


Καμιά φορά έχω την εντύπωση ότι δε διαλέγουμε τις μνήμες μας αλλά μας διαλέγουν.
Σελ. 70


Είπαμε ότι η χαρά του Έλληνα είναι δακρυσμένη.
Σελ.72


-Τώρα είσαι ο ίδιος ο παππούς σου, λέει η μητέρα μου μόλις ανάβω την πίπα μου. Με τα μισά κιλά.
Ακούραστα διευθετεί τον κόσμο της, δηλαδή την οικογένειά της. Εκείνος μιλάει σαν εκείνον, ετούτος μοιάζει του άλλου, αυτός περπατάει σαν αυτόν και ούτω καθεξής. Δυναμώνει τους κρίκους όσο μπορεί. Αγρυπνεί πάνω από τα περασμένα, όπως είπα πιο πριν. Μπορεί να δείξει στον καθένα μας τη θέση του στην αλυσίδα.
Σελ.74


Τις έχω ξανακούσει αυτές τις ιστορίες. Δεν έχει σημασία. Δε βαριέσαι τη θάλασσα επειδή την έχεις ξαναδεί.
Τέτοιες μέρες η μητέρα μου γίνεται μια μεγάλη θάλασσα, που με περικυκλώνει χωρίς να με απειλεί. Ακούω τη φωνή της και σκέφτομαι άλλα, παρών και απών ταυτόχρονα.
Έχουν τα παιδιά μου νιώσει αυτή την ασφάλεια, την πιο βαθιά από όλες; Ή είναι αυτή η ασφάλεια συνδεδεμένη με το ότι είμαι Έλληνας; Δηλαδή ότι ηρεμώ όταν βρίσκω τη θέση μου στην αλυσίδα.
Είμαι εξήντα οχτώ χρονών, αλλά είμαι και παραμένω το μικρότερο παιδί της μητέρας μου.
Σελ. 79


Κάθε όνομα έχει μια ιστορία και κάθε μπουκιά έχει ένα όνομα.
«Μαμά, πώς αντέχεις τόση αγάπη χωρίς να γίνεσαι θρύψαλλα;» αναρωτιέμαι.
Ίσως όμως να έχω λάθος. Ίσως να είναι ακριβώς αυτή η αγάπη που την κρατάει.
Σελ.85


Το πιο σημαντικό είναι ότι το διάβασμα σε απομονώνει και σε απομακρύνει από τους άλλους. Αυτό την ενοχλεί, να παραμεριστεί, να πάρει ένα βιβλίο τη θέση της.
Σελ.95


Πάντα μπορούσα να γράψω κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και σε οποιονδήποτε συνθήκες και σε οποιονδήποτε χώρο, αν και με τα χρόνια ατόνησε κάπως αυτή η ευκολία. Υπάρχει όμως ένα μέρος όπου δεν μπορώ να βρεθώ χωρίς να γράψω. Είναι το μπαλκόνι της μαμάς. Αισθάνομαι σαν να με περιμένει μια ιστορία εκεί.
Σελ.101


Να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με τη μητέρα μου είναι σαν να ζω σε διαφορετικούς κόσμους ταυτόχρονα. Με κάνει να γίνομαι τα μάτια στο σβέρκο της.
Αυτό είναι το ένα συμπέρασμα.
Το άλλο είναι ότι η αλήθεια δε μου αρκεί.
Σελ. 103


-Τι να ‘παιρνε; Δεν είχε λεφτά ο κόσμος εκείνα τα χρόνια. Ακόμα δεν έχω καταλάβει πως τα βγάζαμε πέρα. Μερικοί είχαν λίγο περισσότερα από τους άλλους, αλλά όχι όπως σήμερα, που ο κόσμος τρέχει με τα χιλιάρικα στην τσέπη.
Καταλαβαίνω την απορία της. Οι μη έχοντες δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τα παράπονα εκείνων που έχουν. Μικρός ονειρευόμουν ένα ποδηλατάκι. Δεν το απέκτησα ποτέ. Τα παιδιά μου είχαν αχρηστεύσει τρία-τέσσερα ποδήλατα το καθένα πριν κλείσουν τα δώδεκα. Για να μην πω για τα εγγόνια μου. Και όμως παραπονιούνται. Στη γειτονιά δεν είχαμε ούτε μπάλα. Είχαμε φτιάξει μία από κουρέλια. Δεν έκανε καλό γκελ, ήταν όμορφη όμως.
-Έχει πάει μπροστά ο κόσμος, λέω.
Το ίδιο πιστεύει κι η μαμά, αν κι έχει μερικές ενστάσεις:
-Πρώτα πεινούσαμε, τώρα είμαστε στουπωμένοι. Ήμασταν λεπτοί και τώρα είμαστε κοιλιόδουλοι. Πρώτα δουλεύαμε πολύ και τώρα τεμπελιάζουμε. Πρώτα αγαπούσαμε τους δικούς μας, τώρα αγαπούμε τους εαυτούληδές μας. Ευτυχώς που γέρασα και δεν προλαβαίνω να δω κι άλλες μούρλιες.
Σελ.116


Κάθε πόλη έχει τη βροχή της. «Βρέχει στην πόλη όπως βρέχει στην ψυχή μου» έγραψε ο Μποντλέρ. Εγώ δεν ήμουν στο Παρίσι μα στο μπαλκόνι της μητέρας μου στην Αθήνα, όπου όντως έβρεχε, όχι μόνο στην πόλη μα και στο κεφάλι μου, γιατί η τέντα είχε τρύπες. Επιπλέον άρχισα να πεινάω.
«Δεν είδα το άστρο που έπεφτε γιατί έπρεπε να δέσω τα κορδόνια μου» έγραψε ο Ρεμπώ. Έτσι είναι. Χάνουμε τη ζωή γιατί όλη την ώρα κάνουμε κάτι άλλο. Ποιος ήταν εκείνος που έγραψε ότι «η ζωή είναι αλλού;»
Το μυαλό μου πετάγεται από φράση σε φράση όπως τα σπουργίτια από κλαδί σε κλαδί. Ζω τη ζωή μου περικυκλωμένος από διηγήσεις που δεν έγραψα εγώ κι είμαι ευγνώμων που το έκαναν άλλοι. «Η ζωή προπορεύεται της τέχνης» έγραψε ο Γκομπρόβιτς. Δίκιο έχει. Μόνο που η τέχνη φτάνει πρώτη.
Σελ.119


Η αλήθεια είναι ότι ακόμα δεν έχω συνηθίσει στην ιδέα ότι τα παιδιά μου είναι ενήλικα πλέον και ζουν τη δική τους ζωή.
Το ίδιο πρόβλημα έχει και η μητέρα μου. Δεν μπορεί να αποχωριστεί τις μνήμες της. Της λείπει λιγότερο ο άντρας που έχω γίνει από το αγόρι που ήμουν.
Σελ.130


Με λίγα λόγια, δε μου λείπουν τα νιάτα μου, αλλά τα παιδιά μου όταν ήταν ακόμα παιδιά. Πόσο περίεργο είναι τελικά!
Μου λείπουν τα παιδιά μου και ως μεγάλα, αλλά είναι κάτι που δε με κάνει να πονώ. Μεγάλοι θα είναι όσο ζω, παιδιά ήταν μόνο μία φορά.
Σελ.131


Ίσως ο μαραθώνιος να απαιτεί μιαν άλλη αφοσίωση από μια κούρασα των εκατό μέτρων. Ίσως μερικοί να είναι μαραθωνοδρόμοι κι άλλοι κατοστάρηδες. Το τραγικό είναι όταν ένας κατοστάρης ερωτεύεται έναν μαραθωνοδρόμο. Δεν πρόκειται να τρέξουν ποτέ την ίδια κούρσα μαζί.
Σελ.139


-Ο μακαρίτης ο πατέρας σου με άφησε αρχόντισσα. Έχω το σπίτι μου, μπορώ να κάνω ό,τι δώρο θέλω στα εγγόνια μου κι έχω και μια δεκάρα στην τράπεζα για το εισιτήριό μου.
-Το εισιτήριό σου;
Κουνάει το κεφάλι δυσαρεστημένη με την κουτή ερώτησή μου.
-Για το τελευταίο ταξίδι.
Το λέει εντελώς ουδέτερα. Έχει ζήσει τόσο, που πρόλαβε το θάνατο. Δεν τον φοβάται. Αλλά το ταξίδι κοστίζει. Οι αρχαίοι βάζανε νομίσματα στον τάφο για να πληρωθεί ο πορθμέας του Άδη.
Ακόμα ένα παράδειγμα ότι η μητέρα μου ζει στον ελληνικό μύθο πιστεύοντας ότι ζει τη δική της πραγματικότητα. Ακόμα μια φορά βλέπω πως ο μύθος του θανάτου είναι ισχυρότερος από τον ίδιο το θάνατο. Ακόμα μια φορά καταλαβαίνω ότι η μητέρα μου είναι η αληθινή πατρίδα μου. Αν ήμουν φρούτο, εκείνη θα ήταν το δέντρο μου. Αν ήμουν δέντρο, θα ήταν η γη. Αν ήμουν η γη, εκείνη θα ήταν ο ουρανός μου.
Σελ. 144


Όμως μέσα του, κάποιος τη θυμόταν. Αν ο άνθρωπος έχει μέσα του κάτι απόλυτο αυθεντικό αυτό είναι η γλώσσα του, ο πρώτος μύθος.
Σελ.158


Οφείλαμε να γίνουμε αθάνατοι ο ένας για τον άλλο.
Σελ.158

Δεν είναι μόνο η γη στρογγυλή. Καμιά φορά είναι και η ζωή.
Σελ.162

Με τα χρόνια γίνεται όλη η ζωή μια μνήμη.
Σελ. 166


-Παντού υπάρχουν καλοί άνθρωποι, συνέχισε. Ο κόσμος παραπονιέται που η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια αντί να χαίρεται που έχει τριαντάφυλλα. Αυτά είναι το θαύμα, όχι τ’ αγκάθια.
Σελ.167


-Πήγαινε να ξαπλώσεις τώρα. Σε ζάλισα.
Δεν είχα ζάλη στο μυαλό μα στην ψυχή.
Σελ. 170


-Είναι η μάνα μας. Επιπλέον την αγαπάω όλο και περισσότερο τώρα που γερνάει. Αγαπάω γενικά τους γέρους. Έχουν ό,τι μου λείπει. Ηρεμία στην ψυχή και στο κορμί, χαίρονται για ένα ποτήρι νερό που τους δίνεις.
Σελ. 181


«Μερικοί πεθαίνουν στο πόστο τους κι άλλοι στο πόστο των άλλων».
Από μια δουλειά μπορείς να βγεις στη σύνταξη Αλλά πώς γίνεται να βγεις στη σύνταξη από το να είσαι άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων;
Σελ.185


Μου έλειπε το γραφείο μου κι η δουλειά μου, εκείνες οι ήσυχες ώρες μπροστά σε μιαν άδεια σελίδα.
Σελ. 186


Ή πάλι ούτε εμείς είμαστε ό,τι πιστεύαμε ούτε γίναμε ό,τι ελπίζαμε. Κυρίως εγώ. Είχα εγκαταλείψει το πεδίο μάχης χρόνια τώρα.
Σελ.189

Θυμήθηκα τον Αλμπέρ Καμύ, που όταν κάποτε τον ρώτησαν αν θα θυσίαζε τη μητέρα του για κάποιον σκοπό, οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο σκοπός, κι εκείνος απάντησε χωρίς δισταγμό ότι θα θυσίαζε το σκοπό για τη μητέρα του.
Τόσο απλό ήταν για κείνον. Τόσο απλό έπρεπε να είναι και για μένα.
Σελ.191


Η ΑΓΑΠΗ είναι σαν τη Ρώμη. Με λίγη τύχη όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί.
Σελ. 207


Αυτό είναι άραγε το νόημα της αγάπης;
Σελ.207


Κατά βάση η μαμά είχε δίκιο. Μπορείς μόνο να ζήσεις τη ζωή που αντέχει η ψυχή σου.
Φαίνεται σαν μια ταυτολογία χωρίς να είναι. Οι περισσότερες δυστυχίες που μας χτυπούν οφείλονται στο ότι προσπαθούμε να ζήσουμε μια ζωή που δεν αντέχει η ψυχή μας.
Σελ.213


-Εσύ μαμά, θα γίνεις εκατό, της φώναξα.
-Γιατί μόνο εκατό, παρακαλώ; Πες μου πως θα ‘ρχεσαι να με βλέπεις και δε θα πεθάνω ποτέ.
Σελ.214

-Έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
Σελ. 227

-Είπαμε στη γριά να κλάνει, αλλά να μην το παρακάνει.
Σελ.227

Όπως υπάρχει και μια παροιμία: «Άλλοι γαμούν κι άλλοι πληρώνουν». Δεν την είπα, βέβαια, όμως μ’ έβαλε σε σκέψεις. Γιατί έχουμε τόσες πολλές παροιμίες; Δεν υπάρχει σχεδόν κατάσταση που να μην καλύπτεται. Η ματαιοδοξία, η ύβρις, η τσιγκουνιά, ο ερωτισμός. Οι Έλληνες τα έχουν περάσει όλα αυτά στο βαθμό που να έχουν και άποψη.
Κάθε παροιμία είναι μια ιστορία στην πιο γυμνή, πιο απλή μορφή της. Μερικές μας έρχονται από το βάθος του χρόνου.
Σελ. 231



Πρώτα ήταν ο μύθος, έλεγαν οι αρχαίοι, μετά η λογική. Τρέμω με την ιδέα ενός κόσμου χωρίς λογική, όπως τρέμω για έναν κόσμο με μόνο λογική.
Σελ. 232

Σκέψου να μου άνοιγαν τη βαλίτσα στο αεροδρόμιο. Τι θα σκέφτονταν βλέποντας τους κουραμπιέδες; Τι γύφτος είναι τούτος δω; Με λίγα λόγια, κουβαλάω το στίγμα της φτώχειας.
Σελ. 235


Τι μας χωρίζει; Απλώς η γυναίκα μου δεν ξέρει τι θα πει φτώχεια. Ό,τι της δίνουν το θεωρεί δώρο. Εγώ το θεωρώ ελεημοσύνη.
Σελ. 235

Σκέφτεται τα παλιά.
Κληρονόμησα κι εγώ αυτή την ικανότητα ή αρρώστια. Αφήνω συχνά τη ζωή μου να κυλήσει χωρίς εμένα.
Σελ. 251


Είχα όλη τη ζωή μπροστά μου. Πάντα έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας. Ό, τι απομένει απ’ αυτή.
Σελ. 253


-Μακάρι η ευχούλα μου που βγαίνει απ’ την καρδούλα μου πάντα μαζί σου να ‘ναι!
Σελ.255

«Γέρασα τόσο πολύ που δε γερνάω άλλο». Πρέπει να το θυμάμαι.
Σελ.258

«Τα εν οίκω μη εν δήμω» έλεγαν οι αρχαίοι.
Σελ. 258


Αυτό θα πει να έχεις μια μητέρα. Πάντα κουβαλάς μέσα σου μια αρχή.
Σελ. 261