Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Ο παππούς και πατέρας μας...

...
Απόψε νιώθω παράξενα...
Τρυφερά, φοβισμένα, λυπημένα...
Ήρθε ο παππούς να μείνει κοντά μας.
Δυο ζεστές γωνιές για κείνον, διάλεξε το σαλόνι.
Τώρα κοιμάται.
Τον προσέχω...
Τον νιώθω σαν μωρό.
Συνάμα σκέφτομαι την πάλη που γίνεται μέσα του...
Τον δικό μου πατέρα δεν τον θυμάμαι. Ήμουνα μωρό όταν Έφυγε.
Νιώθω τρυφερά και γλυκά.
Σα να ζέστανε το σπίτι...
Σα να γεμίζει ένα άδειο κομάτι της ψυχής μου...
Κάνουμε ησυχία, μα εκείνος, σαν μωρό, θέλει αναμένα φώτα και τηλεόραση και φωνές.
Θέλει να νιώσει ασφάλεια για να κοιμηθεί μακριά απ' το σπίτι του, μακριά απ' την ανάσα... της Ελένης του...
Τον σκέφτομαι πολύ!
Πειράματα κάνουμε...
Ότι καλύτερο για κείνον είναι το χωριό.
Θεέ μου! Βόηθα να βρούμε την σωστή λύση...
Από αύριο πρέπει να δουλέψω. Από κει ξεκινάει όλο το πρόβλημα στο να πάω εγώ εκεί...
Θεέ μου, γιατί του την πήρες;