Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Όπως υπαγορεύει η φωνή, αποχαιρετάμε.

Η άλεφ http://alefmoha.blogspot.com/

μέσα απ’ τα σχόλιά της, με κάλεσε να παίξω.

******
alef είπε...
@ Κατερίνα> Κατερινάκι μου, γλυκό, στρώσου και κάνε το! Ετσι διαβαστερή που μου είσαι, θα έχεις δίπλα σου άπειρα βιβλία! Ναι, Κατερίνα μου? Γλυκά φιλιά και από μας, να έχεις ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο!ΥΓ. Μα δεν είναι μάθημα ζωής η γερόντισσα Γαβριηλία?
23 Φεβρουάριος 2008 7:25 πμ
******

(Τους όρους του παιχνιδιού θα τους διαβάσετε εκεί, (στην άλεφ) καθώς και για το μάθημα ζωής της γερόντισσας Γαβριηλίας. Όποιος θέλει μπορεί να παίξει, καλεσμένος από μένα. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να έχω την ενημέρωση που θα ήθελα, για να δω ποιοί δεν έχουν παίξει).


Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να μπορούσα να αντιγράψω από πολλά βιβλία που έχω παρουσιάσει στην Βιβλιοπαρουσίαση:


http://kyklaminovounou8.blogspot.com/


αλλά αυτό είναι αδύνατον!

Ο όρος λέει, «το βιβλίο που έχω δίπλα μου».
Δίπλα μου, ( και στο πετσί μου το ίδιο) δηλαδή πάνω στο γραφείο μου, υπάρχει το δικό μου βιβλίο:
«Γράμμα στη μάννα με δύο ν» μα δεν με παίρνει να μιλήσω γι’ αυτό.


Επίσης, πάνω στο γραφείο μου υπάρχει και « Η Αδελφότης των Στεναγμών», του Νίκου Ντακάκη:

http://athivoles.blogspot.com/

που έτυχε να το διαβάσω πριν λίγες μέρες και κατενθουσιάστηκα και από σύμπτωση σας έχω παρουσιάσει την σελίδα 124 και 125. Οπότε, ούτε γι’ αυτό το βιβλίο μπορούσα να μιλήσω πάλι.

http://kiklaminovounou.blogspot.com/2008/02/1.html


Λίγο παραπέρα από δίπλα μου, πολλά τα βιβλία. Έκλεισα τα μάτια και έπιασα ένα στην τύχη.
«Οι κούκλες δεν κλαίνε», Ελένη Γκίκα, εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ.
Πάω σελίδα 123 και βλέπω διαφήμιση ενός άλλου βιβλίου της ίδιας:
ΑΒΥΣΣΟΣ, ΑΛΓΟΣ, ΑΛΜΑ, ΑΡΧΙΖΩ, ένα βιβλίο που ακόμα δεν έχω διαβάσει.


Μα κι εσείς! Γιατί ζητάτε την 123 σελίδα, δεν το καταλαβαίνω!
Πάνε και οι κούκλες λοιπόν! Γι’ αυτό, με ανοιχτά τα μάτια, πιάνω το δεύτερο, που ήταν δίπλα του, της ίδιας συγγραφέως.


«Εάν ο Καρυωτάκης παντρευότανε την Πολυδούρη», Ελένη Γκίκα, εκδόσεις Άγκυρα.
(Όχι, δυστυχώς δεν τα έχω όλα τα βιβλία της).
Πάμε παρακάτω. Ευτυχώς αυτό έχει 123 σελίδα! Κι αυτή η Γκίκα ρε παιδί μου, δε γράφει πολλά! Γράψε ρε κορίτσι μου 400 σελίδες να έχουμε να διαβάζουμε! Ποίηση είναι τα βιβλία σου! Δεν χορταίνεσαι!
Πάμε παρακάτω. "Πέμπτη περίοδος", λέει και κολοκύθια!
Γράφει λίγα, να τα μετρήσω κιόλας, πάει πολύ! Θα το ξεκινήσω απ’ την αρχή. Δε λέτε που ευτυχώς την πέτυχα στον επίλογο!


Σελίδα 123-125


ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ:
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΤΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ
(ΣΕ ΑΡΙΘΜΟ ΑΡΤΙΟ)


«Η μικρή Ελένη
Κάθεται και κλαίει
Γιατί δεν την παίζουνε
Οι φιλενάδες της…»


Στ’ αφτιά μου στριφογυρίζει αδιάκοπα όλα αυτά τα χρόνια η ίδια εκείνη στροφή. Με μια εικόνα που εναλλάσσεται στο κέντρο:
Ριχτό φουστάνι λουλουδάτο και άσπρος φιόγκος στα μαλλιά.
Μπλε σχολική ποδιά με άσπρη κορδελίτσα.
Μπλουτζίν, μποτάκι και μοντγκόμερι.
Άσπρη δαντέλα νυφικό και ορχιδέες στα μαλλιά.
Μαύρο φόρεμα σατέν και βελούδινος φιόγκος.
Γκρενά φούστα πλισέ και στέκα ασορτί.
Μπλε αυστηρό ταγιέρ κι ίδιο καπέλο.
Πάντα το ίδιο κλαμένο, μικρό κοριτσάκι.
Με την ίδια μοναξιά να εκλιπαρεί ανήμπορη στο βλέμμα, το ίδιο παράπονο στη ροζ καμάρα των χειλιών, τον ίδιο φόβο να τραυλίζει ένα τραγούδι. Αργά-αργά. Συλλαβή-συλλαβή: «Η μικρή Ελένη / κάθεται και κλαίει / γιατί δεν την παίζουνε / οι φιλενάδες της…»
Βέβαια, φιλενάδες βρέθηκαν πολλές: στο σχολείο, στη σχολή, στην Οργάνωση, στον Όμιλο, στον Σύλλογο, στη Λέσχη, στη Διαδήλωση και στην Εφημερίδα.
Ξεδιπλώθηκαν χάρτες, οργανώθηκαν σχέδια, το καλό του συνόλου κι ο ένας για τον άλλον. Στο ίδιο γραφείο συνυπάρχουμε έξι. Στο ίδιο σπίτι αναπνέουμε επτά. Όλοι στην ίδια κοινωνία ζούμε. Και περπατάμε στους ίδιους δρόμους. Μ’ επιτυχία κάποτε-κάποτε. Και με ψευδαίσθηση συντροφικότητας πού και πού. Μονάχα σ’ αυτό το ανελέητο, το πιο βαθύ συρταράκι της μνήμης, εκείνο το παλιό ξεχασμένο ρεφρέν, που αλλάζει πρόσωπα ανάλογα την περίσταση και με τα χρόνια.
Στην αρχή, προειδοποιητικό: «Σου το ‘χω πει / σου το ‘χω πει / δεν είμαι εγώ για προκοπή / εγώ είμαι αγάπη δίκοπη / σου το ‘χω πει / σου το ‘χω πει».
Κατόπιν, απελπισμένο: «Πάρε με νύχτα πάρε με / στων αστεριών το άρμα / να σεργιανίσω μια ψυχή / που τυραννάω καιρό./ Στον κόσμο αυτό παιδεύτηκα / γιατί ήρθα με ένα κάρμα / το πάρα πέρα απ’ τη ζωή / να μάθω ν’ αγαπώ».
Κι αργότερα, τάχα μου – τάχα ανέμελο: «Δίχως καρδιά / με καινούργια ταυτότητα / κι ούτε μια εκκρεμότητα / καταργώ τα παλιά…»
Αλλ’ είναι εκείνη η αρχική εικόνα που, τελικά, δεν καταργείται με τίποτα. Η αρχετυπική σκηνή που ουσιαστικά για μιαν ολόκληρη ζωή αναπαράγουμε.
Αυτό το πρώτο, θλιμμένο, μαγικό, μοιραίο παιδικό τραγουδάκι. Αδιάκοπο και ρυθμικό σαν την ανάσα και τους κτύπους της καρδιάς.
«… Σήκω και τρέξε / τα μάτια σκούπα / τον ήλιο κοίτα / κι αποχαιρέτησε…»
Καθώς καταλαβαίνετε, σ’ όλη μας τη ζωή, όπως υπαγορεύει η φωνή, αποχαιρετάμε. Πάντα στη μέση του κύκλου που κλείνει, που στενεύει, που πιέζει, που μόλις μετά βίας πια μας χωρά.


Υγ1. Ο τίτλος, σας το έχω ξαναπεί, είναι κλεμμένος. Κι ο περιττός αριθμός θεϊκός ή δαιμονικός. Ξεχωριστός και για τούτο, τραγικός. Και μη σας ξεγελάει η επιλογή.


Υγ2. Αφιερωμένο σε όλους τους άρτιους αριθμούς. Είναι πολύ κακό σ’ αυτή τη ζωή να κάνουμε μισά πράγματα.


ΥΓ3. Κάπου το διάβασα. Κάποιος το είπε. Και θέλω πολύ να το γράψω, αλλ’ όμως δεν θυμάμαι ούτε ποιος, ούτε και πού: «Κάποτε έλεγα δεν ξέρω ποιος είμαι. Ύστερα είπα θα ήθελα να μάθω ποιος είμαι. Τώρα λέω καλύτερα να μη μάθω ποτέ ποιος είμαι».


Αλεφάκι μου, έπαιξα! Συγγνώμη που ξέφυγα πολύ απ’ τους όρους. Προέκυψε!