Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Ξέρω, παιδί μου...

Απ' τα ανέκδοτα...

...Και να σου και τα δέματα όταν φεύγει η Αφροδίτη. Δεν τις φτάνουν οι βαλίτσες της και οι σάκοι με τα πολλά ρούχα που κουβαλά κάθε φορά, την φορτώνω κι εγώ και να πάλι οι γκρίνιες.
«Πώς θα τα κουβαλήσω όλα αυτά, μαμά;»
«Έλα, μια φορά θα κουραστείς, αλλά θα περάσεις ένα μήνα μ’ αυτά και θα σου μείνει και κομπόδεμα για τις βόλτες σου!»
Κι εκεί… τα παίρνει, κι ας γκρινιάζει, κι ας είναι ασήκωτα. Μέχρι το ταξί κουβαλάμε κι οι δυο μας, πονάνε οι ώμοι, μα κουβέντα. Εγώ κιχ! Όλο γλύκες μη νευριάσει και μ’ αφήσει με τη χαρά, εκείνη τρίζοντας τα δόντια και σκεφτόμενη: «Ας μην τσακωθούμε πάλι τελευταία στιγμή ή δίκιο έχει, θα περάσω μ’ αυτά και με τα λεφτά θα πάρω εκείνα τα παπούτσια που έβαλα στο μάτι».
Λες και δεν ξέρει η μαμά πως σκέφτεται η κόρη! Αν είναι δυνατόν! Δεν βλέπω εγώ τις ντουλάπες που βογκάνε από ρούχα και παπούτσια; Της είπα εγώ: «Αν πεινάσουμε, θ’ ανοίξουμε μια μπουτίκ και δεν χρειάζεται εμπόρευμα. Έχεις τόσα! Θα τα ‘κονομήσουμε!»
Ε, να μην της βάλλεις λίγο κρέας απ’ τον δικό μας τον χασάπη που ξέρουμε τι τρώμε; Κανένα κοτόπουλο, λίγο κιμά, λίγο μοσχαράκι, λίγο συκώτι, καμιά μπριζόλα, λίγο λουκάνικο, και λίγη γίδα, καλό κάνει. Να μη της δώσω και δυο μπουκάλια λάδι να έχει να μαγειρεύει; Ξέρω ότι θα λυπηθεί να δώσει το δεκάευρο στο μάρκετ για ένα μπουκαλάκι λάδι. Λίγο μέλι; Λίγο μαγειρεμένο φαί να έχει για μόλις φτάσει; Ε, λίγο απ’ το ένα, λίγο απ’ το άλλο, ότι και να βάλλεις, λίγο πάντα θα είναι, κι ας φαίνεται πολύ στο κουβάλημα. Να γεμίσει εκείνη η κατάψυξη ρε παιδί μου, που όποτε πάω ξαφνικά, άδεια τη βρίσκω! «Θα την γέμιζα το Σάββατο, μαμά…»
Ξέρω παιδί μου!
Τουλάχιστον να είναι γεμάτη για όταν θα έχει διάθεση να μαγειρέψει, γιατί αν περιμένει να πεινάσει, εκεί θα μείνουν. Τι να σου κάνει το στομάχι; Μαζεύτηκε κι αυτό. Κουράστηκε να διαμαρτύρεται και σιωπά. Αν του ρίξει κάτι μέσα, από κουλούρι ως σουβλάκι, θα πει κι ευχαριστώ.